- κρουνός
- ο (AM κρουνός)1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας που τοποθετείται σε βρύση για να ρέει το νερό με μεγαλύτερη πίεση2. μτφ. αφθονία, συνήθως υγρού (α. «άνοιξαν οι κρουνοί τ' ουρανού» β. «κρουνοί δακρύων» γ. κεῑνο δ' Ἁφαίστειο κρουνοὺς ἑρπετόν», Πίνδ.)νεοελλ.βρύση, κρήνηαρχ.1. κεφαλόβρυσο, κύρια πηγή2. ρεύμα νερού.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρουνός < IE *krosno-, με σίγηση του -s- και αντέκτασησυνδέεται με γερμανικές λ. που σημαίνουν «κύμα, κρουνός» (πρβλ. αρχ. νορβ. hronn, αγγλοσαξ. hroen, hoern). Για την πιθανή σύνδεση τής λ. κρουνός με τον τ. κρήνη βλ. λ.ΠΑΡ. κρουνηδόναρχ.κρουναίος, κρουνείον, κρουνία, κρουνίζω, κρουνίσκος, κρουνίτης, κρούνωμααρχ.-μσν.κρουνίοννεοελλ.κρουνιά.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κρουνοχυτρολήραιος. (Β συνθετικό) δίκρουνος, εννεάκρουνος, πολύκρουνοςνεοελλ.μονόκρουνος].
Dictionary of Greek. 2013.